Αρκετά απ τα πολυμερή εμφανίζουν ένα ποσοστό κρυσταλλικότητας κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Μπορεί δηλαδή ένα μέρος του να είναι άμορφο και το υπόλοιπο να παρουσιάζει καθορισμένη διάταξη. Αν οι κρύσταλλοι αυτοί έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό τότε πιθανόν το πολυμερές να είναι αγώγιμο, αφού δίνεται η δυνατότητα στους φορείς αγωγιμότητας να μεταπηδούν από την μία πολυμερική αλυσίδα στην επόμενη. Λόγω λοιπόν των προαναφερθέντων ιδιοτήτων, τα πολυμερή παρουσιάζουν αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον και στον τομέα των υλικών αλλά και στην μικρο και νανο-ηλεκτρονική.
Συνήθως τα πολυμερή, δεν εμφανίζουν αυξημένη επιλεκτικότητα σε έναν μόνο αναλύτη, παρόλο αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως ως επιλεκτικό στρώμα στους αισθητήρες διότι, έχουν την τάση να επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση όταν παρέλθει το προς ανίχνευση ρευστό, γεγονός σημαντικό αφού καθιστά τους αισθητήρες αναστρέψιμους και επαναλήψιμους. Άλλες σημαντικές ιδιότητες είναι ότι όταν τα πολυμερή απορροφήσουν τον αναλύτη μεταβάλλεται ο όγκος τους, η διηλεκτρική σταθερά τους, η αντίστασή τους κ.α , οι μεταβολές αυτές είναι εύκολο να μετρηθούν και να μετατραπούν σε σήμα εξόδου.
Το φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ρόφηση του αναλύτη από ένα πολυμερές ονομάζεται, διάχυση. Ουσιαστικά ένα μόριο εισέρχεται εντός του πολυμερούς όπου κινείται τυχαία και ακαθόριστα μέχρις ότου να εγκλωβιστεί μεταξύ δύο πολυμερικών αλυσίδων και να παραμείνει εκεί μέχρι αυτές να μετακινηθούν λόγο θερμικών κινήσεων. Ο συντελεστής διάχυσης εξαρτάται από την συγκέντρωση, τη θερμοκρασία και από την φύση του διαχύτη και του πολυμερούς (πυκνότητα,ευκαμψία, κ.α ). Η εξάρτηση του συντελεστή διάχυσης D από την θερμοκρασία περιγράφεται από μια σχέση Arrhenius :
D=D0∙exp(-Ed /RT) ,
όπου Ed είναι η ενέργεια ενεργοποίησης της διάχυσης. Προφανώς όταν μικραίνει το μοριακό βάρος του αναλύτη, θα μεγαλώνει ο συντελεστής διάχυσης αφού μειώνεται η ενέργεια ενεργοποίησης Ed.
Έχει παρατηρηθεί ότι για λεπτά υμένια πολυμερών πάχους κάτω από 150 nm, ο συντελεστής διάχυσης είναι μικρότερος απ’ ότι για το ίδιο πολυμερές μεγαλύτερου πάχους. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αλληλεπίδραση του πολυμερούς με το υπόστρωμα που για μικρά πάχη πολυμερούς δεν θεωρείται αμελητέα.
Τα πολυμερή συνήθως εναποτίθενται πάνω στον αισθητήρα, είτε με την τεχνική της ‘’ απευθείας μικροεναπόθεσης με λέιζερ (Laser Induced Forward Transfer, LIFT), είτε την τεχνική ψεκασμού μελάνης (Ink-jet). Η δεύτερη χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας. Αν οι διατάξεις δεν είναι μικρότερες των μερικών mm ή αν δεν υπάρχει το πρόβλημα της υπερκάλυψης (για παράδειγμα να υπάρχουν διαφορετικές δομές η μία δίπλα στην άλλη ) , θα μπορούσε η εναπόθεση να γίνει και με απλή πιπέτα.
Το πόσο επιλεκτικό θα είναι ένα πολυμερές σε έναν αναλύτη εξαρτάται άμεσα από τις αλληλεπιδράσεις που θα λάβουν χώρα μεταξύ τους. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές κυρίως οφείλονται σε δυνάμεις Van der Waals, στην πολικότητα, την πολωσιμότητα, τους δεσμούς υδρογόνου που πιθανόν θα σχηματιστούν κ.α.